- αντίδερο
- το см. αντίδωρο
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντίδερο — Νεότερη παραφθορά της λέξης αντίδωρο,που σημαίνει κομμάτι από το πρόσφορο που μοιράζεται μετά την απόλυση της χριστιανικής ορθόδοξης λειτουργίας στους πιστούς «αντί του μεγάλου εκείνου δώρου τής φρικτής Θείας Κοινωνίας» (Συμεών Θεσσαλονίκης).… … Dictionary of Greek